Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

-Αλήθεια...με τι μοιάζει ένα γαλάζιο χρώμα; Ρώτησε κάποτε η μικρή.
- Α! Είναι υπέροχο! Απάντησε ο Άγγελος.
-Μπορείς να μου το περιγράψεις; Παρακάλεσε.
-Το γαλάζιο χρώμα ε;...θα προσπαθήσω, είπε. Άκου λοιπόν. Ένα γαλάζιο χρώμα μοιάζει σαν την αλμυρή οσμή της θάλασσας. Σαν την αύρα μιας Ανοιξιάτικης μέρας. Σαν το τρυφερό αγκάλιασμα της μάνας. Σαν την ασφάλεια της παρουσίας του πατέρα. Σαν τη δροσιά του καλοκαιριάτικου δειλινού...σαν το βλέμμα τούτου του μικρού παιδιού, και κοίταξε με αγάπη το παιδί στην αγκαλιά του.
-Σαν τούτα όλα μαζί; Ενθουσιάστηκε το μικρό κορίτσι.
-Μα ναι! Ναι! Σαν όλα τούτα μαζί! Αγαλλίασε ο Άγγελος που τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός και συνέχισε. Ακόμη σκέψου πως υπάρχουν και ατέλειωτες αποχρώσεις του γαλάζιου.
-Αποχρώσεις;
-Ναι, αποχρώσεις...άλλες εκδοχές του ίδιου χρώματος. Βαθύ μπλε, ελαφρύ μπλε, κυανό, γαλάζιο, λευκογάλαζο...Αυτό είναι το χρώμα που καλύπτει από το διάστημα τούτο το πλανήτη μικρούλα μου. Αυτό. Ο πλανήτης τούτος είναι ο γαλάζιος πλανήτης. Κατάλαβες λοιπόν τι σημαίνει αυτό;
-...Τρυφερό αγκάλιασμα μιας μάνας...ασφάλεια της παρουσίας του πατέρα...επανέλαβε. Του δικού μου πατέρα! Της δικής μου μάνας! Είπε αποφασιστικά.
-Ναι! Του πατέρα και της μάνας όλων!!
Με την σκέψη ταξίδεψαν και πάλι πάνω από βουνά και θάλασσες, λίμνες, δάση και έρημους, ώσπου έφτασαν σε μια μεγάλη πόλη. Ένα γκρίζο πλαστό σύννεφο κάλυπτε τον ουρανό ακριβώς από πάνω της. Ψηλές, πανύψηλες καμινάδες έβηχαν και ξερνούσαν με μανία τούτο τον άσχημο καπνό. Τα αυτοκίνητα πηγαινοερχόντουσαν κουρδισμένα σαν τρελά. Δρόμοι κι άλλοι δρόμοι κι άλλοι πλέκονταν μεταξύ τους σαν κοτσίδα κοριτσιού. Κατέβηκαν πιο χαμηλά. Η βουή της πόλης ήταν πολύ ενοχλητική στα αυτιά τους.
-Θα μπούμε σε τούτο το σπίτι, είπε ο Άγγελος
- Μα πως; Αναρωτήθηκε η μικρή, δεν θα μας δουν;
-Μην φοβάσαι, την καθησύχασε εκείνος. Στις μεγάλες πόλεις μπορούν να μας δουν μόνο όσοι το θέλουν στ’ αλήθεια. Οι άλλοι είναι τόσο απασχολημένοι και τόσο πολύ βυθισμένοι στις σκέψεις τους και στα προβλήματα τους που καλά-καλά δεν μπορούν να δουν πέρα από τη μύτη τους. Έλα.
(απόσπασμα από ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ)