Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Ο ΦΟΥΡΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ!

Φτάνει πια! Το πήρα επιτέλους απόφαση: Θα χωρίσω από το φούρνο της γειτονιάς μου!

Όχι δεν είναι τις θερμίδες που σκέφτομαι. Δεν είναι οι μυρωδιές που μου τρυπούν τη μύτη σαν συνταγή γιατρού: Τρις φορές την ημέρα. Πρωί-μεσημέρι και βράδυ. Αυτά...μπορώ να τα διαχειριστώ. Μα είναι που...ακούστε λοιπόν πως ξεκίνησαν όλα:

Τούτη η σχέση γεννήθηκε σιγά-σιγά. Και μεγάλωσε και φούντωσε και θέριεψε. Όπως είμαι ντροπαλή από τη φύση μου, και δυσκολο-ξύπνητη το πρωί, στην αρχή έμπαινα κάθε πρωί δειλά-δειλά διάλεγα το ζεστό μου, πλήρωνα και έφευγα λέγοντας ένα σιγανό και ταπεινό ευχαριστώ. Αυτό κράτησε αρκετό καιρό. Κάθε πρωί στις οκτώ ακριβώς, χωρίς καμία απολύτως αλλαγή. Με τον καιρό στις οκτώ και ένα λεπτό(τόσο μου έπαιρνε να διαλέξω το ζεστό μου) έσκαγα και κανένα ευγενικό χαμογελάκι, πληρώνοντας. Ώσπου μια μέρα η υπάλληλος- για να κάνει μια ανθρώπινη κουβέντα η άμοιρη -έκανε το πρώτο σχόλιο για τον καιρό. Ανταποκρίθηκα λακωνικά. Πάντα ευγενικά. Ε! αυτή ήταν και η αρχή του τέλους σε τούτη τη σχέση φούρνου και εμού. Αλλά τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ...

Τι στο καλό, μην μας πούνε και ακοινώνητους. Σιγά- σιγά η κουβέντα για το καιρό πήρε άλλη μορφή. Ένα πρωί μου δήλωσε με άνεση πως είναι τρίτη εξαδέλφη της πρώτης μου εξαδέλφης, από τη πλευρά της μάνας της. Καλώς! Αυτό σαν να της έδωσε θάρρος να γίνει άλλο λίγο διαχυτική. Άρχισαν λοιπόν οι πρώτες ερωτήσεις- αθώες στην αρχή- του τύπου «τι κάνει η εξαδέλφη; Καιρό έχω να τη ΄δω!» Και εγώ μη μπορώντας να κάνω αλλιώς απαντούσα. Ευγενικά. Με χαμόγελο.

Με τον καιρό φαίνεται πως το πήρε το κολάι και οι ερωτήσεις της έγιναν σχεδόν αδιάκριτες. “Που πήγατε χθες το βράδυ; Άυπνη μου φαίνεσαι! Α! Τέτοια έκανε και η τάδε και είδες τις ρυτίδες της; Έκανε και τράβηγμα ακόμα....άσε που δεν το λεει. Μα είναι φανερό παιδάκι μου. Ο κόσμος το ‘χει τούμπανο....”

Στα αυτιά μου ήχησαν τα πρώτα τύμπανα του πολέμου...Στη σχέση φούρνου και εμού άρχισαν οι πρώτοι τριγμοί. Μα δεν το κατάλαβα ακόμα.

Η πρωινή καλημέρα έγινε σιγά-σιγά δελτίο τύπου επί πάντως επιστητού. Τι έκανε η τάδε, με ποιον βγήκε η δείνα, ποιος γέννησε στη γειτονιά, ποιος πέθανε, ποιος παντρεύεται και με ποια...ολόκληρο δελτίο ειδήσεων σου λεω!

Και εγώ σαν χαζό είχα τόσο πολύ πιαστεί στα δίχτυα της κοινωνικής κουβέντας, που απαντούσα και έδινα και συνέχεια φορές-φορές....Ντρέπομαι! Μα αυτή είναι η αλήθεια. Δυστυχώς!

Σε τούτη τη σχέση είχα χάσει τον εαυτό μου. Είχα μπλεχτεί σε μια ρουτίνα καθημερινή και όλο και βούλιαζα...με τη καλημέρα. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Με τη καλημέρα!;

Κάτι έπρεπε να κάνω. Άρχισα να το καταλαβαίνω πια πως κάτι έπρεπε να κάνω. Όμως τι; Όλοι πια γνώριζαν πως αυτός ήταν ο φούρνος μου. Και πως ήμουν ένα ευγενικό πλάσμα, καλοσυνάτο, και γλυκό. Και πως πάντοτε ήμουνα σταθερή στις σχέσεις μου...τι να έκανα; Άσε που το ζεστό ήταν ένας ακόμα πρωινός πειρασμός. Να το έχανα; Με τίποτε!!!

Σιγά-σιγά η πρωινή καλημέρα γινόταν μέσα μου εφιάλτης...Τόσο που τα βράδια δεν μπορούσα πια να κοιμηθώ εύκολα. Όλο και σκεφτόμουν το πρωί στο φούρνο. Βρε, πως μπλέχτηκα έτσι; Έμαθα πράματα που δεν ήθελα και που στο κάτω-κάτω δεν με αφορούσαν κιόλας. Όμως γνώριζα! Γνώριζα πολλά! Για την τάδε και για την δείνα...Και ενίοτε είχα εκφέρει και άποψη ...Δεν ήμουν εγώ ...Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου...Κάτι έπρεπε να κάνω...χωρίς να σκεφτώ τα λόγια του κόσμου...κάτι έπρεπε να κάνω...να ηρεμήσω...να ξαναβρώ τον εαυτό μου...να γίνω και πάλι εγώ και όχι η τρίτη εξαδέλφη της πρώτης μου εξαδέλφης –από τη πλευρά της μάνας της....

Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Και το πρωί ΔΕΝ πήγα στο φούρνο. Ούτε και το άλλο πρωί, ούτε και το άλλο...Δεν ξαναπάτησα το πόδι μου. Το πήρα απόφαση και το ‘κανα. Ας πούνε ότι θέλουν. Πολύ που με νοιάζει...Ηρέμησα. Βρήκα τον εαυτό μου και πάλι, την ηρεμία μου και τον ύπνο μου.

Και το ζεστό μου;...Άλλαξα τακτική: Κάθε μέρα σε ένα διαφορετικό φούρνο, με μια τυπική καλημέρα κι ένα αχνό χαμογελάκι...