Είναι μέρες τώρα που το νοιώθει πως κάτι δε πάει καλά. Η ανάσα της έχει αλλάξει ρυθμό. Πιο αργό. Και μακρόσυρτο. Κατά διαστήματα βαθαίνει ακόμα περισσότερο και ξεφυσά σαν αναστεναγμός. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία.
Η Γιούλα δεν είναι από εκείνους τους ανθρώπους που ψάχνονται με το παραμικρό στα θέματα της υγείας τους. Το αντίθετο. Τις προάλλες όμως είχε προσέξει ένα περίεργο εξάνθημα στη κνήμη, αλλά το προσπέρασε ως αδιάφορο, παρά τη φαγούρα που την ενοχλούσε ώρες-ώρες. Σε καμιά εικοσαριά μέρες το εξάνθημα είχε χάσει το ροδαλό του χρώμα. Το είδε έτσι όπως είχε απλωμένα τα πόδια στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά από το καναπέ, όπου χαλάρωνε. Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο χαμογελάκι ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στα χείλια της. Σήκωσε τη πλάτη, λύγισε το γόνατο και έφερε το κεφάλι πιο κοντά. Το ψαχούλεψε με τα δάκτυλα. Τίποτε δε μαρτυρούσε την εκεί προηγούμενη παρουσία του. Ούτε φαγούρα ούτε τίποτε. Κάτι διάφανα μικρά κομματάκια σαν από λέπια ψαριού έπεσαν στο άγγιγμα της. Και όσο τα έτριβε, τόσα περισσότερα έπεφταν. Κι όσο έπεφταν, τόσο περισσότερο τα έτριβε. Κι άλλο, κι άλλο…Ώσπου τη διέκοψε ο ήχος του κινητού της. Σταμάτησε το τρίψιμο απότομα. Έκανε να απαντήσει μα άγνωστο γιατί πάτησε το κόκκινο κουμπάκι κάτω δεξιά. Εκείνο που λέει: Απόρριψη κλίσης.
Ο ήχος του τηλεφώνου της τρυπούσε τα αυτιά. Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά που τον άκουγε. Είχε μάλιστα η ίδια επιλέξει τη μελωδία του. Από το αγαπημένο της τραγούδι: Don’t worry, be happy!
Αισιόδοξο εκ γενετής πλάσμα η Γιούλα. Όλοι είχαν να το λένε. Η μαμά, ο μπαμπάς, η νονά, οι θείοι, οι θείες, οι φίλοι οι δάσκαλοι. Τόσο που στο τέλος το πίστεψε και η ίδια και το φόρεσε τούτο το τίτλο τιμής. Στο πετσί της. Στο χαρακτήρα της. Στις αντιδράσεις και στο καλοσυνάτο, λαμπερό χαμόγελο της.
Όμως τώρα…αυτός ο ήχος, αυτή η μελωδία της έφερνε αναγούλα. Ημικρανίες και αναγούλα. Απόρριψη κλίσης! Μέσα από ένα κόκκινο κουμπάκι. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο αντικατέστησε ξαφνικά και ως δια μαγείας εκείνο το πρώτο. Το καλοσυνάτο.
Η ανάσα της. Ναι… Το είχε προσέξει πως είχε γίνει πιο βαριά. Σχεδόν σαν αναστεναγμός. Τα βράδια τη μετρά: Ένα, δυο, τρία…αναστεναγμός. Και ξανά και ξανά…χωρίς διακοπή. Το πρωί ξυπνά μέσα από μια στοίβα όνειρα.
Ποτέ δε θυμόταν τα όνειρα του ύπνου της η Γιούλα. Στις συναθροίσεις με τις φίλες της για καφέ, συχνά-πυκνά άκουγε με θαυμασμό και κρυφή ζήλια τις διηγήσεις των ονείρων τους. Η Ρέα μάλιστα, ως πιο υποψιασμένη, έφερνε μαζί ένα χοντρό ονειροκρίτη και εξηγούσε με το νι και με το σίγμα τα όνειρα των φιλενάδων. Πως άλλες διαβάζουν τη τύχη στο φλιτζάνι του καφέ ή στα χαρτιά; Αυτή με τον ονειροκρίτη! Η Γιούλα ζήλευε. Δεν είχε καθόλου όνειρα του ύπνου να διηγηθεί. Καμιά φορά για κάλυψη, έπλαθε με το μυαλό της μάνι-μάνι μια περίεργη ιστοριούλα και τη διηγιόταν, έτσι για να δένει με τη παρέα.
Τα δικά της τα όνειρα δεν ήταν όνειρα ύπνου. Μα ξύπνιου. Τώρα όμως κάτι δε πάει καλά. Κάθε πρωί ξυπνά μέσα από μια στοίβα από δαύτα. Μονότονα. Γκρίζα. Θαμπά. Άφωνα και άλαλα. Άφωνα μα και τόσο διαπεραστικά. Σαν ενοχλητικός ήχος μυαλού. Ή και κινητού τηλεφώνου. Που τρυπά τη σκέψη της. Το νου της. Το λογικό της. Κι ύστερα, ιδρώνει, η ανάσα της βαραίνει και ξυπνά. Μέσα από ένα αναστεναγμό.
Τα μάτια της υγραίνονται αναίτια. Τόσο που θα ‘λεγε κανείς πως πασκίζουν να ποτίσουν τα ξερά και αποστραγγισμένα, σαν σε ανομβρία χώματα της χώρας των συναισθημάτων της. Υγραίνονται. Δεν κοκκινίζουν. Δε τη προδίδουν, όπως εκείνο το άχαρο εξάνθημα στη κνήμη. Όπως τους άκομψους ήχους που χωρίς ντροπή ξεχύνονται από το στομάχι της, μέσα στον οισοφάγο και κατευθείαν έξω από το-κατά τα άλλα όμορφο- στόμα της.
Η Γιούλα. Το εκ γενετής αισιόδοξο πλάσμα. Είναι μέρες τώρα που νοιώθει πως κάτι δε πάει καλά. Νοιώθει…αισθάνεται…καταλαβαίνει…Ακούει μια σιγανή φωνούλα σαν μέσα από πηγάδι: Έλα μαζί θα τα καταφέρουμε…της ήρθε να πατήσει το κόκκινο κουμπάκι. Της απόρριψης κλίσης. Μα αποκοιμήθηκε.
Το πρωί θυμόταν πολύ καλά το όνειρο της. Είχε πέσει λεει ξάφνου λοιμός και καταποντισμός. Όλα μέσα σε ένα βράδυ είχαν χαθεί. Όλα. Όλοι έψαχναν στα σκουπίδια για μια ελπίδα ασφάλειας. Ζωής. Τρεις…μπορεί και τέσσερεις…μπορεί και δεκατρείς- δε θυμόταν-αχόρταγοι γίγαντες πάτησαν και απάτησαν τη γη. Έκλεψαν από το κάθε ένα ο, τι είχε. Από τη Γιούλα έκλεψαν τα όνειρα της ημέρας. Μαζί και το τίτλο της.
Βιάστηκε να ψάξει τη Ρέα με τον ονειροκρίτη. Δεν ήταν στη γνωστή καφετέρια. Κάποιος της είπε πως πάει καιρός που έφυγε. Παντρεύτηκε λέει και έφυγε. Στην Αυστραλία. Πότε;…πάει καιρός! Πόσος;…πώς;…Η Ρέα; Στην Αυτσραλία; Εδώ και καιρό;
Δε μπορεί…χτες ακόμα ήταν που εξηγούσε με το νι και με το σίγμα όλα τα όνειρα των φιλενάδων της. Χτες!